-
1 χρήση
[хриси] ουσ. Θ. использование, употребление, применение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χρήση
-
2 обиход
-а α.συνήθεια, έθιμο συνηθισμένη ζωή. || χρήση, ανάγκη•для домашнего -а για οικιακή χρήση•
для своего -а για ατομική (ιδία) χρήση•
пускать в обиход λανσάρω•
войти в обиход μπαίνω σε χρήση, χρησιμοποιούμαι•
выйти из -а παύω να χρησιμοποιούμαι, δε συνηθίζομαι πια•
предметы -а αντικείμενα τρέχουσας χρήσης•
быть в -е χρησιμοποιούμαι, συνηθίζομαι.
-
3 обиход
обиходм ἡ χρήση [-ις]:предметы домашнего \обихода ἀντικείμενα οίκιακής καθημερινής χρήσης· пускать в \обиход βάζω σέ χρήση, λανσάρω· войти́ в \обиход μπαίνω σέ χρήση, ἀρχίζω νά χρησιμοποιούμαι· выйти из \обихода παύω νά χρησιμοποιούμαι, γίνομαι ἄχρηστος. -
4 оборот
-а α.1. στροφή•количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•
колеса η στροφή του τροχού.
|| γύρισμα, αναστροφή•оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.
2. κύκλος•оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).
|| κυκλοφορία•оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•
пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•
годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.
3. χρήση, χρησιμοποίηση•пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•
ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.
4. στροφή•оборот реки στροφή του ποταμού.
|| καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).5. τροπή•дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).
6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).
7. έκφραση•р-чи έκφραση λόγου•
неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.
εκφρ.брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά. -
5 газификация
1. (снабжение газом) η εξασφάλιση παροχής αερίου 2. (превращение твёрдого или жизкого топлива в газ) η αεριοποίηση, η εξαερίωσηподземная - υπόγεια -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газификация
-
6 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
-
7 эксплуатация
(использование) η εκ-μετάλλευσ/ηη χρήση, η λειτουργίαвводить в - ю βάζω/θέτω σε λειτουργίαвыводить из - и βγάζω από τη χρήση/εκμετάλλευσηдата пуска в - ю ημερομηνία αρχικής - ης/λειτουργίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эксплуатация
-
8 обращение
обращение с 1) η έκκληση το διάγγελμα (призыв)' η αναφορά (заявление) 2) (обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3) (с чём-л.) η μεταχείριση· ο χειρισμός (умение обращаться)' η χρήση (применение)* * *с2) ( обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο3) (с чем-л.) η μεταχείριση; ο χειρισμός ( умение обращаться); η χρήση ( применение) -
9 применение
-
10 употребление
употребление с η χρήση, η μεταχείριση, η χρησιμοποίηση; способ \употреблениея о τρόπος χρήσης; выйти из \употреблениея αχρηστεύομαι, γίνομαι άχρηστος* * *сη χρήση, η μεταχείριση, η χρησιμοποίησηспо́соб употребле́ния — ο τρόπος χρήσης
вы́йти из употребле́ния — αχρηστεύομαι, γίνομαι άχρηστος
-
11 пользование
пользовани||ес ἡ χρήση [-ις], ἡ μετα-χείριση [-ις], ἡ χρησιμοποίηση [-ις]:в личном \пользованиен στήν προσωπική χρήση· право \пользованиея юр. τό δικαίωμα χρήσεως, ἡ ἐπικαρπία· места́ общего \пользованиея οἱ χώροι κοινής χρήσεως. -
12 ввести
введу, введешь, παρλθ. χρ. ввел, ввела, ввело, μτχ. παρλθ. χρ. введший, παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. введенный, вр:-ден, -дена, -дено, ρ.σ.μ.1. εισάγω, μπάζω, βάζω μέσα, εμβάζω•ввести лошадь в конюшню βάζω το άλογο στο σταυλο•
ввести судно в гавань μπάζω το σκάφος στο λιμάνι.
|| ανεβάζω•ввести на возвышение ανεβάζω στο ύψωμα•
ввести на лестницу ανεβάζω στη σκάλα.
|| οδηγώ, τραβώ, έλκω•ввести в заблуждение οδηγώ σε παραπλάνηση, παραπλανώ.
2. φέρνω• γνωρίζω•ввести друга в литературный кружок γνωρίζω το φίλο με το λογοτεχνικό όμιλο.
3. καθιερώνω, βάζω•ввести пошлины на ввоз товаров καθιερώνω δασμούς στην εισαγωγή εμπορευμάτων.
|| θέτω, βάζω•ввести в употребление βάζω σε χρήση•
ввести в действие θέτω σε ισχύ.
εκφρ.ввести во владение ή в наследство – μεταβιβάζω την κυριότητα ή την κληρονομιά.εισάγομαι• μπαίνω σε χρήση• καθιερώνομαι•это -лось в обычай αυτό έγινε συνήθεια.
-
13 вытереть
-тру, -трешь, παρλθ. χρ. вытер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вытертый, βρ: -терт, -а, -о, επίρ. μτχ. вытерев, κ. вытерши ρ.σ.μ.1. σκουπίζω, καθαρίζω τρίβοντας, ξεσκονίζω.2. σφουγγίζω•вытереть лицо полотенцем σκουπίζω το πρόσωπο με την πετσέτα.
3. φθείρω, τρίβω (με τη χρήση).1. σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι.2. φθείρομαι, λιώνω, τρίβομαι (από τη χρήση). -
14 из-под
κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.
2. από τα πέριξ•он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.
3. (σημαίνει αλλαγή) απο•освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•
вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•
выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•
выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.
4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•
метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•
бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.
εκφρ.из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι). -
15 обносить
обносить 1-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обношенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.)1. φορώ (για να στρώσει)•обносить новый костюм φορώ το καινούριο κοστούμι για να στρώσει.
2. φθείρω, τρίβω, σώνω, λιώνω (με τη χρήση)κουρελιάζω.1. κουρελιάζω•я весь -лся όλα μου τα ρούχα κουρέλιασαν•
пальто -лось το πανωφόρι τρίφτηκε (κουρέλιασε).
2. στρώνω, έρχομαι, κάθομαι καλά στο σώμα (με τη συνεχή χρήση).обносить 2-ошу, -осишьρ.δ.βλ. обнести.περιφράζομαι, περιτοιχίζομαι. -
16 общеупотребительность
-и θ.η κοινή χρήση•общеупотребительность термина κοινή χρήση του όρου.
-
17 одолжить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одолженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. δανείζω•-жите мне сто рублей δανείστε με εκατό ρούβλια.
|| δίνω τι για προσωρινή χρήση•-жите мне ваш ножик δόστε μου λίγο το σουγιαδάκι σας.
2. παλ. υποχρεώνω•исполнением просьбы, вы меня очень -йте ικανοποιώντας την παράκληση μου, θα με υποχρεώσετε πάρα πολύ.
δανείζομαι. || παίρνω για προσωρινή χρήση. -
18 перетравить
-травлю, -травишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетравленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. δηλητηριάζω (όλους, πολλούς).2. φθείρω, χαλνώ με τη χρήση χημικών ουσιών.3. ξοδεύω, καταναλώνω άσκοπα σπαταλώ παραξοδεύω, παρακαταναλώνω.δηλητηριάζομαι (για όλους, πολλούς). || φθείρομαι, χαλνώ α-πο υπερβολική χρήση χημικής ουσίας. -
19 пользование
-я ουδ.1. χρήση, χρησιμοποί-ση• μεταχείριση•право -я δικαίωμα χρήσης ή επικαρπίας•
безвозмездное пользование χρήση χωρίς αποζημίωση•
места общего -я χώροι κοινόχρηστοι.
2. παλ. θεραπεία. -
20 применение
-я ουδ.1. εφαρμογή, χρησιμοποίηση• χρήση•применение в практике εφαρμογή στην πράξη•
применение закона εφαρμογή του νόμου•
применение силы η χρήση βίας•
применение химических удобрений χρησιμοποίηση χημικών λιπασμάτων.
2. προσαρμογή, εξοικείωση.
См. также в других словарях:
χρήση — η 1. μεταχείριση, χρησιμοποίηση: Το βιβλίο αυτό είναι για χρήση των μαθητών του Γυμνασίου. 2. το σύνολο των οικονομικών δικαιωμάτων ενός έτους και ειδικότερα η ετήσια διάρκεια της εφαρμογής του προϋπολογισμού του κράτους: Αυτό ανήκε στη χρήση του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρήση — η / χρῆσις, ήσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος Α χρησιμοποίηση, μεταχείριση νεοελλ. φρ. «οικονομική χρήση» έννοια συναφής με εκείνην τού οικονομικού έτους, αλλά διευρυμένη, ώστε να περιλαμβάνει τον επί πλέον απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη τών… … Dictionary of Greek
χρήσῃ — χράω 2 proclaim aor subj mid 2nd sg χράω 2 proclaim aor subj act 3rd sg χράω 2 proclaim fut ind mid 2nd sg χρή̱σηι , χρῆσις employment fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήσηι — χρήσῃ , χράω 2 proclaim aor subj mid 2nd sg χρήσῃ , χράω 2 proclaim aor subj act 3rd sg χρήσῃ , χράω 2 proclaim fut ind mid 2nd sg χρή̱σηι , χρῆσις employment fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek